καταποντίζομαι

καταποντίζομαι
καταποντίζομαι, καταποντίστηκα, καταποντισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταποντίζομαι — καταποντίζω throw into the sea pres ind mp 1st sg καταποντίζω throw into the sea pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • ναυαγώ — (ΑΜ ναυαγῶ, έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) [ναυαγός] 1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.)… …   Dictionary of Greek

  • ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • συμποντούμαι — όομαι, Μ καλύπτομαι από νερό, καταποντίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποντῶ (< πόντος)] …   Dictionary of Greek

  • φουντάρω — Ν 1. βυθίζω πλοίο 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ 4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, i «πυθμένας, θεμέλιο»] …   Dictionary of Greek

  • καταποντίζω — καταπόντισα, καταποντίστηκα, καταποντισμένος 1. ρίχνω κάτι στο βυθό, το καταβυθίζω: Οι Γερμανοί καταπόντισαν το πλοίο με τους αιχμαλώτους. 2. το μέσ., καταποντίζομαι λέγεται για τα πλοία και σημαίνει βυθίζομαι, βουλιάζω: Από τη μεγάλη τρικυμία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουντάρω — φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη). 2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”